δικαστικός κλητήρας

δικαστικός κλητήρας
Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • κλητήρας — ο 1. κατώτερος υπάλληλος δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου που κάνει διάφορα υπηρετικά έργα και κάθεται συνήθως στην εξώπορτα για να αναγγέλλει και να μπάζει τους επισκέπτες: Είναι κλητήρας του Υπουργείου Οικονομικών. 2. «δικαστικός κλητήρας»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… …   Dictionary of Greek

  • ακλήτευτος — η, ο [κλητεύω] αυτός που δεν τόν κάλεσε δικαστικός κλητήρας να προσέλθει ως μάρτυρας ή ως διάδικος στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • εκβιβαστής — ο (AM ἐκβιβαστής) νεοελλ. αυτός που ξεφορτώνει πλοία αρχ. αυτός που εκτελεί μια απόφαση, ο δικαστικός κλητήρας …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • πρακτευτής — ὁ, Α [πρακτεύω] δικαστικός κλητήρας …   Dictionary of Greek

  • στάτορας — ο / στάτωρ, ορος, ΝΑ νεοελλ. (ηλεκτρολ.) βλ. στάτης αρχ. δικαστικός κλητήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. < λατ. statōr «επιστάτης» (βλ. και λ. στατήρας)] …   Dictionary of Greek

  • φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”